κρυπτήρ

κρυπτήρ
κρυπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [κρύπτω]
κρυπτήριος*, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτῆρα — κρυπτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῆρας — κρυπτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῆρες — κρυπτήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῆρος — κρυπτήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτήριος — κρυπτήριος, ία, ον (Α) [κρυπτήρ] 1. σκοτεινός 2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον») 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία κρύπτη, κρυψώνας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού β)… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”